- αναβρασμός
- bouillonnement
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αναβρασμός — αναβρασμός, ο και ανάβραση, η και αναβρασμό, το έξαψη, ταραχή, αγανάχτηση: Οι εργατικές οργανώσεις βρίσκονται σε αναβρασμό εξαιτίας του κυβερνητικού νομοσχεδίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναβρασμός — boiling up masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβρασμός — Ταχεία έκλυση αερίου από ένα υγρό, που εκδηλώνεται με έντονη ανάπτυξη φυσαλίδων. Η ανάπτυξη αερίου μπορεί να οφείλεται σε χημική αντίδραση (π.χ. μεταξύ ενός οξέος και ενός δισανθρακικού άλατος) ή σε ελάττωση της διαλυτότητας του αερίου στο υγρό,… … Dictionary of Greek
ἀναβρασμοί — ἀναβρασμός boiling up masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβρασμοῦ — ἀναβρασμός boiling up masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβρασμούς — ἀναβρασμός boiling up masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβρασμῷ — ἀναβρασμός boiling up masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβρασμόν — ἀναβρασμός boiling up masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακόχλαση — η [ανακοχλάζω] 1. δυνατό βράσιμο, αναβρασμός 2. βρασμός ψυχής, ψυχικός αναβρασμός … Dictionary of Greek
ανάβραση — η (Α ἀνάβρασις) ο αναβρασμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβράσσω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναβρασίλα] … Dictionary of Greek
αναβράσσω — ἀναβράσσω και άττω (Α) 1. βράζω κάτι καλά, μέχρι κοχλασμού 2. τινάζω κάτι προς τα επάνω, εκσφενδονίζω 3. πηδώ έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + βράσσω. ΠΑΡ. ἀνάβραση( ις), ἀναβρασμός, ἀνάβραστος] … Dictionary of Greek